ὀρχμαί

ὀρχμαί
ὀρχμαί· φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ, Hsch. : [full] ὀρχμούς· λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον, Lex.Rhet.Cant.p.29 Meier. (Cf. ὀρχάμη.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορχμαί — ὀρχμαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μή] …   Dictionary of Greek

  • όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”